καλοχορταίνω

καλοχορταίνω
καλοχόρτασα, καλοχορτασμένος, χορταίνω καλά: Δεν καλοχόρτασα μ' αυτά που έφαγα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”